- υποτριμμα
- ὑπότριμμαὑπό-τριμμα-ατος τό острая похлебка из тертых овощей Plut.
ὑ. βλέπειν Arph. — иметь кислую мину
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑ. βλέπειν Arph. — иметь кислую мину
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπότριμμα — a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπότριμμα — ίμματος, τὸ, Α [ὑποτρίβω] 1. συν. στον πληθ. τὰ ὑποτρίμματα έδεσμα, σάλτσα ή στόλισμα κυρίως για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη γεύση (α. «τοῑσι ἰχθύσι ἑφθοῑσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.) 2 … Dictionary of Greek
ὑποτριμμάτων — ὑπότριμμα a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίμμασι — ὑπότριμμα a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίμμασιν — ὑπότριμμα a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίμματα — ὑπότριμμα a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίμματι — ὑπότριμμα a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίμματος — ὑπότριμμα a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτριμμάτιον — τὸ, Α [ὑπότριμμα, ατος] μικρή ποσότητα ὑποτρίμματος … Dictionary of Greek
χὐποτρίμματα — ὑποτρίμματα , ὑπότριμμα a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)